ἰδιότυπος

ἰδιότυπος
ἰδιότυπος
of a peculiar form
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδιότυπος — η, ο επίρρ. α ιδιόμορφος: Ιδιότυπος χαρακτήρας. – Ιδιότυπος τρόπος ανάδειξης. – Ιδιότυπη εκμετάλλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιότυπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότυπος, ον) αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος. επίρρ... ιδιοτύπως ιδιορρύθμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί τυπος, ζηλό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • ἰδιότυπον — ἰδιότυπος of a peculiar form masc/fem acc sg ἰδιότυπος of a peculiar form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… …   Dictionary of Greek

  • σουρρεαλιστικός — ή, ό, Ν [σουρρεαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουρρεαλισμό ή στους σουρρεαλιστές 2. μτφ. ιδιότυπος, παράξενος, ιδιότροπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”